- τοξεύει
- τοξεύωshoot with the bowpres ind mp 2nd sgτοξεύωshoot with the bowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιτοξεύω — ἀντιτοξεύω (Α) τοξεύω εναντίον κάποιου που τοξεύει εναντίον μου … Dictionary of Greek
ιοβόλος — (I) ον (ΑΜ ἰοβόλος, ον) (για τόξο) αυτό που ρίχνει βέλος, αυτό που τοξεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (II) + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο βόλος, σφαιρο βόλος]. (II) ο (ΑΜ ἰοβόλος, ον) 1. αυτός που χύνει δηλητήριο, δηλητηριώδης, φαρμακερός… … Dictionary of Greek
τοξαλκής — ές, Α αυτός που τοξεύει με δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + αλκής (< ἀλκή). πρβλ. ἀριστ αλκής] … Dictionary of Greek
τοξεία — ἡ, Α [τοξεύω] 1. η τέχνη τού να τοξεύει κανείς 2. (περιλπτ.) το στρατιωτικό σώμα τών τοξοτών, οι τοξότες 3. στον πληθ. αἱ τοξεῑαι τα τόξα … Dictionary of Greek
τοξευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τοξεύτρια και τοξεύτρα Ν [τοξεύω] αυτός που τοξεύει, τοξότης αρχ. ο αστερισμός τού Τοξότη … Dictionary of Greek
τοξευτικός — ή, ό / τοξευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τοξεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τόξευση 2. το θηλ. ως ουσ. η τοξευτική η τέχνη τού να τοξεύει κανείς … Dictionary of Greek
τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… … Dictionary of Greek
τοξοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. σύνη*] … Dictionary of Greek
τόξο — Όπλο που αποτελείται από μια βέργα, στις άκρες της οποίας είναι δεμένη μια χορδή από σχοινί ή νεύρο. Η χορδή τεντώνεται δυνατά και αφήνεται απότομα ελεύθερη την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας βίαιη ώθηση στο βέλος, που το κάνει να πετάξει προς τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αίγινας — Ήταν το πρώτο μουσείο που ιδρύθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα το 1829 από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Μέχρι το 1932, που τα σπουδαιότερα ευρήματα μεταφέρθηκαν στην Αθήνα, είχαν συγκεντρωθεί στην Αίγινα αρχαιότητες από πολλά μέρη της χώρας και κυρίως από τα … Dictionary of Greek